- παρακοίτης
- ὁ, επικ. τ. θηλ. παράκοιτις, -οίτιδος, Ααυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. χαμαι-κοίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακοίτης — παράκοιτις wife fem nom/voc pl (doric aeolic) παρακοίτης one who lies beside masc nom sg παρακοιτέω keep watch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίταις — παρακοίτης one who lies beside masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτην — παρακοίτης one who lies beside masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτας — παρακοίτᾱς , παρακοίτης one who lies beside masc acc pl παρακοίτᾱς , παρακοίτης one who lies beside masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παράκοιτις — ἡ, Α βλ. παρακοίτης … Dictionary of Greek
παρακοίτη — παράκοιτις wife fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) παρακοίτης one who lies beside masc voc sg παρακοιτέω keep watch pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παρακοιτέω keep watch imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτου — παράκοιτος masc gen sg παρακοίτης one who lies beside masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοίτῃ — παρακοίτηι , παράκοιτις wife fem dat sg (epic) παρακοίτης one who lies beside masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)